- τζην
- το, Νάκλ. (υφαντ.) τραχύ και μεγάλης αντοχής ύφασμα, κατασκευασμένο από βαμβάκι ή από πολυεστέρα και βαμβάκι, που βάφεται συνήθως σε αποχρώσεις τού μπλε και χρησιμοποιείται για κατασκευή ενδυμάτων, ιδίως παντελονιών, ή ως υπόβαθρο για διάφορα υλικά στίλβωσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. jean (fustian) < jean (< μέσ. αγγλ. Jene / Gene «Γένουα, πόλη τής Ιταλίας») + fustian «ύφασμα κοτλέ»].
Dictionary of Greek. 2013.